remojo - ορισμός. Τι είναι το remojo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι remojo - ορισμός


remojo      
remojo m. Acción de remojar[se]. Mojo.
A remojo. Dentro del *agua, para reblandecerse, disolverse, etc.: "Los garbanzos deben tenerse a remojo unas horas antes de cocerlos. Poner a remojo el bacalao para desalarlo". *Sumergir.
remojo      
sust. masc.
1) Acción de remojar o empapar en agua una cosa.
2) Operación de sumergir en agua algunos alimentos como legumbres, hortalizas, etc.
3) Operación de impregnar de algún licor o jarabe ciertos pasteles.
4) Colombia. Acción y efecto de remojar o convidar con motivo de algún estrello o restejo.
remojo      
Sinónimos
sustantivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για remojo
1. Dicho y hecho, los opositores pusieron las barbas en remojo.
2. A Shepherd-Barron, la cosa se le ocurrió un sábado, a remojo.
3. "Son elementos muy sensibles, tienen que estar en remojo antes de estirarlos", aseguran.
4. "Al doctor Uribe que puede colocar ya su barba en remojo.
5. Quienes los han excedido, que pongan las barbas en remojo", adelantó a Clarín el director ejecutivo de la Corporación Puerto Madero, José María Ugarte.
Τι είναι remojo - ορισμός